- Ζαχαρία
- (Zacharia). Επώνυμο οικογένειας ευγενών της Γένοβας. Ορισμένα μέλη της εγκαταστάθηκαν, τον 13o αι., σε περιοχές της Μικράς Ασίας, σε νησιά του Αιγαίου και στην Πελοπόννησο και συνδέθηκαν με γάμους με τον αυτοκρατορικό οίκο των Παλαιολόγων. Εξαιτίας του τελευταίου αυτού γεγονότος απέκτησαν πλούτο και ισχύ και διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στα πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις της εποχής εκείνης. 1. Ασάνης Ανδρόνικος (14ος αι.). Αδελφός του Κεντυρίονος Α’ (βλ. 8.), διοικητής των Φράγκων μισθοφόρων του Μορέως (Μέγας Κοντόσταυλος). 2. Ασάνης Ιωάννης (15ος αι.). Νόθος γιος του Κεντυρίονος Β’ (βλ. 9.). Μετά τον θάνατο του πατέρα του ταξίδεψε στην Ενετία. Δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Πελοπόννησο, όπου το 1448 αυτοανακηρύχθηκε ηγεμόνας του Μοριά. Μετά την εισβολή στην Πελοπόννησο (1454) του Τουρχάν πασά, κατέφυγε στη Μεθώνη, την οποία κατείχαν τότε οι Ενετοί και έμεινε εκεί δύο χρόνια. Μολονότι δεν είχε την παραμικρή πολιτική εξουσία, έφερε έως το τέλος της ζωής του τον τίτλο του ηγεμόνα του Μορέως. 3. Βαρθολομαίος (14ος αι.). Άρχοντας του Δαμαλά και της Βοδονίτσας. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Μαρτίνου (βλ. 11.). Το 1317, κατά την επιδρομή των Καταλανών της Αθήνας εναντίον της Χίου, πιάστηκε αιχμάλωτος και εστάλη στον βασιλιά της Σικελίας, Φρειδερίκο Α’ τον Αραγωνικό. Λίγο καιρό μετά, με επέμβασητου πάπα, αφέθηκε ελεύθερος και κατευθύνθηκε στην Πελοπόννησο όπου εγκαταστάθηκε στις εκεί κτήσεις του. Το 1327 παντρεύτηκε τη Γουλιέλμα, κόρη του Αλβέρτου Παλαβιτσίνι και χήρα του Ανδρέα Κορνάρου, παίρνοντας προίκα τη μαρκιονεία της Βοδονίτσας. 4. Βενέδικτος Α’ (; – 1307). Αδελφός του Εμμανουήλ (βλ. 7.) και γαμπρός του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου. Ήταν και αυτός, όπως και ο αδελφός του, ικανός ναυτικός και υπηρέτησε στη Γαλλία και στην Ισπανία. Επιπλέον, ως ο αρχηγός του γενοβέζικου στόλου έλαβε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις και διακρίθηκε στην εκστρατεία κατά των μουσουλμάνων της Συρίας. Ο Βενέδικτος ήταν πρόσωπο της απόλυτης εμπιστοσύνης του Μιχαήλ, ο οποίος αρκετές φορές του ανέθεσε σημαντικές διπλωματικές αποστολές. Το 1288 διαδέχτηκε τον αδελφό του και πολύ γρήγορα αναγκάστηκε να πολεμήσει σκληρά εναντίον των ανταγωνιστών του Βενετών. Οι τελευταίοι, το 1294, όταν αυτός έλειπε από τη Φώκαια, έκαναν επιδρομή με επικεφαλής τον ναύαρχο Ροντζέρο Μοροζίνι, λεηλάτησαν την πόλη και προκάλεσαν σοβαρές ζημιές στο ορυχείο στυπτηρίας. Αργότερα, ο Bενέδικτος, για να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή, έχτισε ΒΑ της Φώκαιας ένα φρούριο, στο οποίο εγκαταστάθηκαν περίπου 3.000 Έλληνες, που εξελίχθηκε σε συνοικισμό με την ονομασία Νέα Φώκαια. Το 1304 κατέλαβε τη Χίο, τη Σάμο και την Κέα, τις οποίες και οχύρωσε. Έτσι κατόρθωσε να επεκτείνει την κυριαρχία του στο Αιγαίο και να περιορίσει σημαντικά τη δράση των πειρατών. 5. Βενέδικτος B’ (τέλη 13ου – αρχές 14ου αι.). Γιος του προηγούμενου, γνωστός με την επωνυμία Παλαιολόγος. Ανέλαβε τη διοίκηση των κτήσεων του πατέρα του και, παρά το γεγονός ότι υποχρεώθηκε σε σκληρούς και αιματηρούς αγώνες εναντίον του εξάδελφού του, Τεδίσιου (βλ. 12.), ο οποίος σε συμμαχία με τους Καταλανούς προσπάθησε να καταλάβει τη Φώκαια, αύξησε τον πλούτο και τη δύναμή του έτσι ώστε, όταν πέθανε, οι κτήσεις του ήταν στρατιωτικά και πολιτικά ισχυρότερες. 6. Βενέδικτος Γ’ (14ος αι.). Αδελφός του Μαρτίνου (βλ. 11.) και συνάρχοντάς του στη Χίο. Ήρθε σε ρήξη μαζί του και ζήτησε τη μεσολάβηση του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ ο οποίος τελικά κατέλαβε το νησί και αιχμαλώτισε τον Μαρτίνο (1329). Μετά το γεγονός αυτό, ο Βενέδικτος αξίωσε από τον αυτοκράτορα να τον αναγνωρίσει ως ηγεμόνα της Χίου αλλά επειδή αυτός αρνήθηκε, έφυγε και εγκαταστάθηκε στον Γαλατά, έχοντας πάντα κατά νου την εκδίκηση για τη στάση του αυτοκράτορα απέναντί του. Αργότερα, επωφελήθηκε από τον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε στο Βυζάντιο μετά τον θάνατο του Μιχαήλ (1341) και επιχείρησε ανεπιτυχώς να καταλάβει τη Χίο. Απογοητευμένος, επέστρεψε στον Γαλατά όπου, μετά από μία εβδομάδα, πέθανε. 7. Εμμανουήλ (13ος αι.). Γιος του Φούλκου (βλ. 13.), έμπειρος και ικανός ναυτικός. Στα χρόνια του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Γρήγορα κέρδισε τη συμπάθεια και την εκτίμηση του αυτοκράτορα, ο οποίος το 1275 του παραχώρησε ως τιμάριο τη Φώκαια και τη γύρω περιοχή όπου υπήρχαν πλούσια ορυχεία στυπτηρίας. Ο Eμμανουήλ, αφού έπεισε τον Μανουήλ να απαγορεύσει στους Γενοβέζους εμπόρους να προμηθεύονται στυπτηρία από τα ορυχεία του Ευξείνου Πόντου, εξασφάλισε τη μονοπωλιακή εκμετάλλευση του ορυκτού και, σε μικρό χρονικό διάστημα, συγκέντρωσε τεράστια περιουσία, με την οποία ναυπήγησε αξιόμαχο πολεμικό στόλο. Με αυτό τον τρόπο αναδείχθηκε σε έναν από τους ισχυρότερους Λατίνους άρχοντες της Ανατολής. Όταν ο πάπας Νικόλαος Δ’ θέλησε να προστατέψει τους χριστιανούς από τα καταπιεστικά μέτρα του σουλτάνου της Αιγύπτου, ανέθεσε στον Εμμανουήλ τη διοίκηση του χριστιανικού στόλου. Εκείνος έκανε επίδειξη δύναμης στο ίδιο το λιμάνι της Αλεξάνδρειας, γεγονός που ανάγκασε τον σουλτάνο να αναθεωρήσει τη στάση του. 8. Κεντυρίων Α’ (14ος αι.). Νεότερος γιος του Μαρτίνου (βλ. 11.). Μετά την κατάληψη της Χίου (1329) από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ’ Παλαιολόγο, αποσύρθηκε στις κτήσεις του, στην Πελοπόννησο. Πανούργος και φιλόδοξος όπως ήταν, επιβλήθηκε στους άλλους φεουδάρχες, οι οποίοι το 1364 τον αναγνώρισαν ως βάιλο της Πελοποννήσου. 9. Κεντυρίων Β’ (τέλη 14ου – αρχές 15ου αι.). Βαρόνος της Αρκαδίας, γιος του Ανδρόνικου Ασάνη (βλ. 1.). Το 1404 έδιωξε την εξαδέλφη του Μαρία (βλ. 10.) και αυτοανακηρύχθηκε ηγεμόνας του Μορέως. Γρήγορα κατάφερε να αναγνωριστεί στο αξίωμα αυτό και από τον επικυρίαρχο βασιλιά της Νάπολης Λαδισλάο, τον οποίο δωροδόκησε. Ο Κεντυρίων Β’ απέκτησε δύναμη και δόξα αλλά δεν κατόρθωσε να συγκρατήσει την πτώση της ηγεμονίας του, η οποία την εποχή εκείνη δεχόταν επιθέσεις από παντού. Το 1415 αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ και το 1429 παραδόθηκε στον Θωμά Παλαιολόγο, τον οποίο επιπλέον υποχρεώθηκε να κάνει γαμπρό του, δίνοντάς του ως σύζυγο την κόρη του Αικατερίνη και όλες τις κτήσεις του ως προίκα. Ο ίδιος κράτησε για τον εαυτό του τη βαρονία της Κυπαρισσίας, όπου, λίγο αργότερα, πέθανε. 10. Μαρία (μέσα 14ου – αρχές 15ου αι.). Κόρη του Μαρτίνου (βλ. 10.) και σύζυγος του ηγεμόνα του Μορέως, Βόρδου του Αγίου Σουπεράνου. 11. Μαρτίνος (14ος αι.). Ανιψιός του Βενέδικτου Α’ (βλ. 4.). Ήταν προικισμένος με σπάνιες πολιτικές και στρατιωτικές αρετές και πολέμησε για μεγάλα χρονικά διαστήματα εναντίον των Τούρκων. Η φήμη του εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη δυτική Ευρώπη. Το 1325, ο Φίλιππος του Τάραντα του απένειμε τον τίτλο του «βασιλιά και δεσπότη της Μικράς Ασίας» και του παραχώρησε ορισμένα νησιά του Αιγαίου όπως τη Χίο, την Τένεδο, τη Σάμο, την Ικαρία, τη Λέσβο κ.ά. Επιπλέον, από τον γάμο του με τη Ζακελίνα Δελαρός, κυριάρχησε των βαρονιών της Πελοποννήσου Δαμαλά, Βελιγοστής και Χαλανδρίτσας. Αργότερα, ήρθε σε ρήξη με τον Βενέδικτο Α’, ο οποίος κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη και ζήτησε τη βοήθεια του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου. Ο τελευταίος, επικεφαλής του στόλου του, κατέλαβε τη Χίο και αιχμαλώτισε τον Μαρτίνο τον οποίο λίγο μετά, με τη μεσολάβηση του πάπα, άφησε ελεύθερο. Ο Μαρτίνος σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον των Τούρκων, μπροστά στα τείχη της Σμύρνης. 12. Τεδίσιος ή Τικίνος (τέλη 13ου – αρχές 14ου αι.). Γιος του Εμμανουήλ (βλ. 7.). Το 1306 διορίστηκε διοικητής της Φώκαιας με απόφαση του θείου του, Βενέδικτου Α’, μετά τον θάνατο (1307) του οποίου ήρθε σε σύγκρουση με τον διάδοχό του, Βενέδικτο B’, και υποχρεώθηκε να καταφύγει στη Θάσο. Την εποχή εκείνη, οι Καταλανοί μισθοφόροι που υπηρετούσαν στον βυζαντινό στρατό λεηλατούσαν τη Μακεδονία και βρίσκονταν σε διαρκή διαμάχη με τις δυνάμεις της αυτοκρατορίας. Ο Τεδίσιος συμμάχησε μαζί τους και εκστράτευσε εναντίον της Φώκαιας την οποία λεηλάτησε και μοιράστηκε τα λάφυρα που πήρε με τον Καταλανό αρχηγό Μοντάμερ. Τέλος, αφού αντάμειψε πλουσιοπάροχα τους Καταλανούς μισθοφόρους για τη βοήθεια που του προσέφεραν, κράτησε πολλούς από αυτούς στην υπηρεσία του. 13. Φούλκος (13ος αι.). Αντιπρόσωπος της Γένοβας στις διαπραγματεύσεις με τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο που τερματίστηκαν με την υπογραφή της συνθήκης του Νυμφαίου (1261). Σύμφωνα με αυτήν, παραχωρήθηκαν στους εγκατεστημένους στο έδαφος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας Γενοβέζους διάφορα προνόμια και διευκολύνσεις, οι κυριότερες από τις οποίες αφορούσαν το εμπόριο.
Dictionary of Greek. 2013.